συριηγενής

συριηγενής
-ές, A
αυτός που κατάγεται από τη Συρία ή αυτός που γεννήθηκε στη Συρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Συρία + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. Θηβαι-γενής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Συριηγενές — Συριηγενής Syrian born masc/fem voc sg Συριηγενής Syrian born neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Συριηγενέος — Συριηγενής Syrian born masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”